- σωματοφόρβος
- σωμᾰτο-φόρβος, ον,A nourishing the body, Man.4.232.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοφορβός — όν, Α αυτός που τρέφει, που συντηρεί το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φορβός (< φέρδω «τρέφω»), πρβλ. ιππο φορβός] … Dictionary of Greek
σωματοφόρβους — σωματοφόρβος nourishing the body masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)